τητῶμαι

τητῶμαι
τητάομαι
to be in want
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
τητάομαι
to be in want
pres ind mp 1st sg
τητάομαι
to be in want
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τητώμαι — και τατῶμαι, άομαι, Α 1. στερούμαι, υποφέρω από έλλειψη κάποιου πράγματος (α. «φίλων τατώμενος», Πίνδ. β. «oἱ γὰρ θανόντες χαρμάτων τητώμεθα», Ευρ.) 2. (το απαρμφτ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ τητᾱσθαι στέρηση, ένδεια, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., το… …   Dictionary of Greek

  • τήτη — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τητῶμαι*] …   Dictionary of Greek

  • τατώμαι — άομαι, Α βλ. τητῶμαι …   Dictionary of Greek

  • τηΰσιος — και ταΰσιος, ία, ον, Α μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός» στην ΙΕ ρίζα *(s)tāi «κλέβω», tāiu s «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ …   Dictionary of Greek

  • τητώ — ἡ, Α η τήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. τήτη, τητῶμαι* και εμφανίζει κατάλ. ώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”