τητώμαι — και τατῶμαι, άομαι, Α 1. στερούμαι, υποφέρω από έλλειψη κάποιου πράγματος (α. «φίλων τατώμενος», Πίνδ. β. «oἱ γὰρ θανόντες χαρμάτων τητώμεθα», Ευρ.) 2. (το απαρμφτ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ τητᾱσθαι στέρηση, ένδεια, φτώχεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., το… … Dictionary of Greek
τήτη — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τητῶμαι*] … Dictionary of Greek
τατώμαι — άομαι, Α βλ. τητῶμαι … Dictionary of Greek
τηΰσιος — και ταΰσιος, ία, ον, Α μάταιος, ανώφελος («τηϋσίην ὁδόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επίθ., το οποίο θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί μέσω μιας αρχικής σημ. «απατηλός» στην ΙΕ ρίζα *(s)tāi «κλέβω», tāiu s «κλέφτης» (πρβλ. τους τ. με σημ. «κλέφτης» αρχ … Dictionary of Greek
τητώ — ἡ, Α η τήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. τήτη, τητῶμαι* και εμφανίζει κατάλ. ώ] … Dictionary of Greek